- αισχρουργώ
- (-έω) (Α αἰσχρουργῶ)συμπεριφέρομαι αισχρά, κάνω αισχρές πράξειςμσν.μεταχειρίζομαι κάποιον με αισχρό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρουργός.ΠΑΡ. μσν. αἰσχρούργημα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αισχροεργώ — αἰσχροεργῶ ( έω) (Α) αισχρουργώ* … Dictionary of Greek
αισχρουργός — όν (Α αἰσχρουργός) αυτός που κάνει αισχρές πράξεις, αναίσχυντος, φαύλος, κακοήθης μσν. (για πράξεις) ανήθικος, αισχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + εργὸς < ἔργον. ΠΑΡ. αἰσχρουργία, αἰσχρουργῶ] … Dictionary of Greek
αισχρούργημα — το (Μ αἰσχρούργημα) νεοελλ. κακότεχνο έργο, τερατούργημα, εξάμβλωμα (αντίθ. καλλιτέχνημα) μσν. αισχρή πράξη, ασχημία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρουργῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αισχρουργηματικός] … Dictionary of Greek